- γλυκός
- -ιά, -ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, -εῑα, -ύ)1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά»)2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό)3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση, ο τερπνός («γλυκιά πατρίδα», «γλυκύς βίοτος», «γλυκὺς αἰών»)4. (για πρόσωπα) ο αγαπημένος, ο ακριβός («μάνα μου γλυκιά», «γλυκεῑα μᾱτερ», «τέκνον γλυκύτατον»)5. (για ήχο ή μουσικό όργανο) ευχάριστος, μελωδικός6. (για τον ύπνο) ο ατάραχος, αυτός που ξεκουράζει το σώμανεοελλ.Ι. 1. (για τον άνεμο) απαλός, σιγανός2. (για τον καιρό) ήπιος, ευχάριστος3. (για ανθρώπους ή μέλη τού σώματος) όμορφος ή ευγενικός, ευπροσήγορος («γλυκά μάτια ή χείλη», «γλυκιά γυναίκα»)4. (για λόγους) φιλικός, κατευναστικός, πειστικόςII. φρ.1. «τής κάνω τα γλυκά μάτια» — τήν κοιτάζω με ερωτικές προθέσεις2. «τόν πάω (ή πιάνω ή παίρνω) με το γλυκό» — τού συμπεριφέρομαι με ήπιο τρόπο3. «τού γλυκού νερού» — χωρίς πραγματική αξίαIII. το ουδ. ως ουσ.1. το γλύκισμα2. (ευφημ. για διάφορες ασθένειες) επιληψία, κοιλόπονος, δυσουρία, άνθραξ (φρ. α. «τόν έπιασε το γλυκύ του» — νευρίασε πολύβ. κατάρα, «να σέ τινάξει το γλυκύ σου» — να πάθεις κρίση επιληψίας)αρχ.Ι. 1. ειρων. ο αγαθός, ο ανόητος («ὡς γλυκὺς εἶ»)2. το αρσ. ως ουσ. είδος γλυκού κρασιού3. (για τον Κύκλωπα) το μάτιII. το θηλ. ως ουσ.1. (ευφημ.) η χολή2. η γλυκόριζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. γλυκύς αντί *δλυκύς, λόγω ανομοιώσεως τού -δ- προ τού -κ-. Σύμφωνα μ' αυτή την υπόθεση, η λ. συνδέεται προς το λατ. dulcis. To νεώτερο γλυκός προήλθε είτε με μεταπλασμό τού τ. γλυκύς κατά τα επίθετα σε -ος είτε αναλογικά προς το αντίθετό του πρικός «πικρός».ΠΑΡ. γλυκάδι(ον), γλυκάζω, γλυκαίνω, γλυκίζω, γλυκύτητα (Α -της)αρχ.γλυκαίος, γλυκόεις, γλυκυμή, γλυκών(αρχ.- μσν.) γλύκιοςνεοελλ.γλυκά, γλυκάδα, γλυκάκιας, γλύκας, γλυκούλης, γλυκούτσικος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. γλυκο-].
Dictionary of Greek. 2013.